στάλπη

στάλπη
η створоженное молоко, сырная масса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στάλπη" в других словарях:

  • στάλπη — και στάρπη, η, Ν το πηχτό γάλα προτού μετατραπεί σε χλωρό τυρί …   Dictionary of Greek

  • στάρπη — η, Ν βλ. στάλπη …   Dictionary of Greek

  • τυρόπηγμα — το, Ν το πηγμένο γάλα πριν από την πλήρη μετατροπή του σε τυρί, αλλ. στάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + πήγμα (< πήγνυμι / πήζω)] …   Dictionary of Greek

  • τυρόπηγμα — το, ατος πηχτό γάλα πριν να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, στάλπη, στάρπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»